καρχάσιον

καρχάσιον
καρχᾱσιον
1 masthead ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου (τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ Σ.) N. 5.51

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”